θεσπιάς

θεσπιάς
η
[θέσπιος]
(ως όρος τής αρχαιολ.) χάλκινο άγαλμα από αυτά που παριστάνουν τις θυγατέρες τού Θεσπίου ή τις Μούσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεσπιᾶς — Θεσπίευς masc acc pl Θεσπιεύς masc acc pl Θεσπιός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπιάς — Θεσπιά̱ς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπιά̱ς , Θεσπιός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσπίας — Θεσπίᾱς , Θεσπίη fem acc pl Θεσπίᾱς , Θεσπίης masc/fem acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”